- ξιφίδιο
- το (Α ξιφίδιον) [ξίφος]ξίφος μικρών διαστάσεων, σπαθάκιεντομολ. γένος ορθόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών λοκουστιδών, ακρίδων με μέτριο μέγεθος και με χρώμα, γενικώς, πράσινοαρχ.το φυτό σπαργάνιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξιφίδιο — το μικρό ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουγίων — ὁ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pugio «ξιφίδιο, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek
γραπτόλιθοι — Αποικίες απολιθωμένων οργανισμών που έζησαν αποκλειστικά στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα και ανήκουν στο φύλο των στοματοχορδωτών, συγγενείς με τα σημερινά πετροβράγχια. Η αποικία (ραβδόσωμα) ενός γ. αρχίζει από έναν μικρό, κωνικό θάλαμο –το … Dictionary of Greek
μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
πουνιάλο — το, Ν μαχαίρι, στιλέτο («αράσσου κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pugnale «εγχειρίδιο, ξιφίδιο»] … Dictionary of Greek
σίκη — και σῑκα, ἡ, Α εγχειρίδιο, ξιφίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sica «μαχαίρι, εγχειρίδιο»] … Dictionary of Greek